- καταγγελεύς
- καταγγελεύς, -έως, ὁ (Α)αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς εἶναι», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ-αγγελεύς, υπ-αγγελεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγγελεύς — one who proclaims masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελεῖς — καταγγέλλω announce fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) καταγγελεύς one who proclaims masc acc pl καταγγελεύς one who proclaims masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγγελος — κατάγγελος, ὁ (Α) 1. ο καταγγελεύς* 2. το φυτό μυρσίνη η αγρία … Dictionary of Greek
καταγγελεῖ — καταγγέλλω announce fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) καταγγέλλω announce fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) καταγγελεύς one who proclaims masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελεῦσι — καταγγέλλω announce fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) καταγγέλλω announce fut ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) καταγγελεύς one who proclaims masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελέα — καταγγελέᾱ , καταγγελεύς one who proclaims masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)